John Banville: Η θάλασσα


"Έτσι όπως στεκόμουν μέσα σε κείνο το άσπρο φωτεινό κουτί, μεταφέρθηκα στιγμιαία σε μια μακρινή παραλία, πραγματική ή φανταστική, δε ξέρω τι απ' τα δυο, παρόλο που οι λεπτομέρειές της είχαν μια χαρακτηριστικά ονειρική ευκρίνεια, όπου καθόμουν στον ήλιο στην κορυφή της σχιστολιθικής άμμου κρατώντας στα χέρια μου μια μεγάλη πλατιά απαλή γαλάζια πέτρα.

Η πέτρα ήταν στεγνή και ζεστή, την πίεσα λέει πάνω στο στόμα μου και είχε την αλμύρα όλων των θαλασσινών βυθών και αποστάσεων, τη γεύση μακρινών νησιών, τόπων χαμένων κάτω από κυρτά φυλλώματα, εύθραυστων ψαροκόκκαλων, φυκιών, σαπίλας. Τα κυματάκια που έσκαγαν μπροστά μου στο γιαλό, μιλούν με ανθρώπινη φωνή, αφηγούνται ψιθυριστά μια αρχαία καταστροφή, ίσως τη λεηλασία της Τροίας ή την καταβύθιση της Ατλαντίδας. Κάθε είδους χείλος γλυφό, αστραφτερό.

Υδάτινες χάντρες σπάνε και πέφτουν σε μια αλυσίδα από ασήμι, στην άκρη ενός κουπιού. Βλέπω στο βάθος το μαύρο καράβι να ζυγώνει ολοένα και πιο απειλητικό κάθε στιγμή που περνά. Είμαι εκεί. Ακούω το τραγούδι σας των σειρήνων. Είμαι εκεί, σχεδόν φτάνω."