Τότε η πριγκήπισσα γλίστρησε από το δέντρο μέσα στην αγκαλιά του νεαρού βασιλιά, που χαρούμενος την έσφιξε στο στήθος του και άρχισε να τη φιλά παντού , ενώ αυτή απαντούσε με χάδια στα χάδια του και με κινήσεις στις κινήσεις του.

Σε αυτή την επαφή ο βασιλιάς ένιωσε όλα τα πουλιά του δάσους να τραγουδούν στη ψυχή του. Είπε: "Βασίλισσα των ματιών μου, ποθητή πριγκίπισσα, αστέρι που με οδήγησε μακριά από το βασίλειό μου, ο θείος Σαλίχ ξέχασε να μου αναφέρει το τέταρτο κομμάτι της αλήθειας: τα άλλα τρία για την ομορφιά σου, μου τα είχε πει. Ζύγισε μπροστά μου μόνο το ένα από τα 24 ολόχρυσα καράτια."

Συνέχισε να τη γεμίζει με χίλιων ειδών φιλιά, γεμάτος πόθο να γευτεί τις ευλογίες της και άπλωσε το χέρι του για να αγγίξει τα σχοινιά των φούντων της. Το κορίτσι, που φάνηκε να σηκώνεται για να τον βοηθήσει, άπλωσε ξαφνικά το δεξί χέρι, τον έφτυσε στο πρόσωπο , επειδή δεν είχε καθόλου νερό, και φώναξε: "Γήινο ον, άφησε την ανθρώπινή σου μορφή και γίνε μεγάλο άσπρο πουλί με κόκκινο ράμφος και κόκκινα νύχια και βαριά φτερά, ανήμπορα να πετάξουν."

Στεκόταν και την έβλεπε με δάκρυα στα μάτια αλλά αυτή φώναξε την υπηρέτριά της και είπε: " Πάρε αυτό το πουλί, που είναι ο ανιψιός του θανάσιμου εχθρού του πατέρα μου και πάρτον στο Ξερό Νησί, να πεθάνει από την πείνα και από τη δίψα!"

Βλέποντας την αυγή να ξεπροβάλλει η Σεχραζαντ σίγησε διακριτικά.