“Η πολιτεία κοιμάται. Μονάχα με την Ανατολή του ήλιου θα σημάνει το βούκινο ψηλά στις βίγλες κι οι πόρτες των τειχιών θα ανοίξουν. Τότε, ένας κόσμος ανάκατος θα αρχίσει να ξεχύνεται στους δρόμους, να βουίζει σαν ποτάμι και να διασταυρώνεται κάτω από τη μεγάλη κάμαρα της πύλης που οδηγεί στην εξοχή.”
... εκεί στην εξοχή, μια κυρά μόλις ξύπνησε από ένα μακρύ τετράωρο ύπνο. Σε ένα δωμάτιο πλάι σε μια λιμνούλα είναι έτοιμη για τη μέρα που ξεκινά. Η κυρά στέκεται στο παραθυρόφυλλο. Δε βλέπει “παρά μονάχα ένα στενό κομμάτι σμαλτωμένο ουρανό”, κι ένα ήλιο “να ρόδίζει τ' ακρογιάλια, να λιώνει σε μενεξελιά άχνη τα βουνά.”
Οι ευχές του Φλεβάρη δεν πρέπει να είναι κοντόπνοες. Ποιος θα τις γράψει και κυρίως ποιος θα τις μεταφέρει;
Ποιος άλλος; “Ένας γλάρος πηδάει από τη θάλασσα, φτεροκοπώντας τρομαγμένα, γράφει μεγάλον κύκλο στον αέρα, κι ύστερα, με καμπύλη άσπρη, λοξή, σβήνει τ' όραμα και βουτάει στο κύμα.”
Χρόνια Πολλά :-)