Καθόταν μόνη σε μια καρέκλα και είχε μηδενική επαφή με το περιβάλλον τους. Με το δικό της είχε απόλυτη. Γελούσε, έκλαιγε, θύμωνε μόνη της χωρίς να ξέρει κανένας γιατί. Κάτι είχε συμβεί στο μυαλό της και την είχε αναστατώσει. Ένα πλάσμα χαμένο σε ένα κόσμο ανύπαρκτο, που οι ικανότητες που ίσως ειχε κάποτε κρύβονταν πίσω από δυσοσμία, ψείρες και διάφορες ουσίες.

Την είχαν βρει να κοιμάται σε ένα sleeping bag πάνω στο τσιμέντο. Με όλα τα υπάρχοντά της μέσα σε σακίδια. Της παραχώρησαν το άδειο αντίσκηνο και την άδεια να παίρνει ότι θέλει από το ψυγείο. Και σαπούνι να κάνει μπάνιο. Ήταν από μια ευρωπαική χώρα την οποία είχε εγκαταλείψει και ταξίδευε τον κόσμο. Χώρες της Ασίας, έξι μήνες σε ένα ελληνικό νησί και μετά εδώ. Αυτά είπε και ξανάπιασε την επικοινωνία με το Βούδα.

Έμεινε μέχρι τη μέρα που χρειάστηκε το αντίσκηνο. Μετά μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε, μουτρωμένη. Το πρωί επέστρεψε για πρόγευμα. Είχε κοιμηθεί δίπλα, στην αιώρα. Θα μπορούσαν να την είχαν βοηθήσει περισσότερο αλλά κανένας δεν τόλμησε να επέμβει σε μια παρτίδα τόσο χαμένη. Ή μήπως μεγαλώσαν αρκετά για να παρατηρήσουν ότι στα σακίδιά της υπήρχε κάτι που προτιμούσε να αγοράζει, παρά φαγητό και νερό;

Δύσκολη κατάσταση να είσαι σα φεουδάρχης μπροστά σε κάποιο που δεν έχει τίποτα και συνάμα να είσαι εκεί για ελάχιστη ξεκούραση ξέροντας ότι σε λίγο θα επιστρέψεις στους δικούς σου φεουδάρχες. Κι ακόμα δυσκολότερο να παραδεκτείς ότι σε ένα κόσμο που είναι τόσο εύκολο να πνιγείς, το ενδεχόμενο να πέσεις στο νερό για να σώσεις κάποιον άγνωστο που πήδησε μόνος του μέσα δεν είναι το πιο πιθανό.