Volver (δοκιμή)


Μαντεύω το βλεφάρισμα των φώτων που από μακριά σημαδεύουν την επιστροφή μου.
Τα ίδια φώτιζαν με τις χλωμές τους αντανακλάσεις ατέλειωτες ώρες πόνου.
Κι ας μην ήθελα την επιστροφή, πάντα με φέρνει πίσω η πρώτη αγάπη.

Ο γαλήνιος δρόμος, όπου μια ηχώ λαλεί:
“είναι δικιά σου η ζωή, είναι δικιά σου η μάχη”,
μακριά κοιτά σαρδόνια τ' αστέρια που αδιάφορα μ' έφεραν σήμερα πίσω.

Επιστρέφω,με την όψη γερασμένη, τη σκουριά στον κρόταφό μου απ' τα χιόνια των καιρών.
Νιώθω τη ζωή σαν μια απάτη, είκοσι χρόνια να μη μετράνε,
ότι θόλωσε το βλέμμα, και χαμένο στις σκιές σε ψάχνει και σου φωνάζει.
Ζω, με τη ψυχή κολλημένη στη γλυκειά σου ανάμνηση που άλλη μια φορά θρηνώ.

Φοβάμαι τη συνάντηση με το παρελθόν που επιστρέφει να αναμετρηθεί με τη ζωή μου.
Φοβάμαι τις νύχτες, που αποικημένες με αναμνήσεις, αλυσοδένουν τ' όνειρό μου.
Κι ο ταξιδιώτης που ξεγλιστρά, αργά η γρήγορα, θα σταματήσει το βήμα του.

Μέχρι η λήθη, που σβήνει τα πάντα, σκοτώσει βίαια τη γέρικη μου πλάνη,
φυλώ κρυμμένη μια ταπεινη ελπίδα, πως όλα αυτά είναι η περιουσία της καρδιάς μου.
A room with a view



"by the side of the everlasting Why, there is a Yes -- a transitory Yes if you like, but a Yes.

Suddenly she laughed, surely one ought to laugh. A young boy's melancholy because the universe wouldn't fit, because life was a tangle or a wind, or a Yes, or something." E.M.Forster
Η Κασσάνδρα και ο λύκος


"Αγαπημένη μου Κασσάνδρα,

Ονειρεύτηκα πως πηγαίναμε περίπατο μέσα σε ένα πλοίο, δεν ήταν όμως πλοίο, ήτανε σαν το σπίτι και το νερό, γύρω, ήτανε σαν τη γη. Οι τοίχοι ήταν ψηλοί, οι πόρτες στενόμακρες. Όλα ήταν ελαφρά, μπορούσαμε να τα μεταμορφώσουμε όπως θέλαμε.

Το κάναμε συχνά. Όταν βλέπαμε ένα βουναλάκι, ή ένα κομμάτι γη, ή και μια γέφυρα, τότε γκρεμίζαμε μια πόρτα, ή τη στρίβαμε, ή την πετούσαμε μέσα στο νερό και το σπίτι-πλοίο προχωρούσε τίποτα δεν το σταματούσε. Γλιστρούσε πάνω στα κύματα και νόμιζα πως και μέσα μου γλιστρούσα, νόμιζα πως ήμουν κάτω στο βυθό.

Ρίχναμε τις πόρτες, αλλάζαμε στους τοίχους θέση, περνούσαμε μέσα από σπηλιές και είδαμε τον ήλιο να πέφτει μες τη θάλασσα και να εξαφανίζεται.

Κι όταν νύχτωσε, μάζεψα άστρα και τα σκόρπισα μέσα στο νερό. Μετά σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου, έπιασα το φεγγάρι και σου το κρέμασα γύρω από το λαιμό."

Μαργαρίτα Καραπάνου