"Της γαλάζιας θάλασσας η απεραντοσύνη
Ω δόξα του Αρχιμήδη και μούσα μου γλυκιά
Κρατάει στον αφρό της τα υπερωκεάνια
Τις βάρκες τα γκαζάδικα τα αντιτορπιλικά

Και έχουν τα πλοία πάνω τους για να τα κυβερνάνε
Καπετάνιους μακαρίους επιπλέοντες
Και ροβεσπιέρους και δαντόν και ναπολέοντες
Χωρίς αυτούς η γη δεν θα κουνιόταν πια

Και θα ‘τανε αχρείαστα τόσα χρυσά μανίκια
Δεν θα ‘φτανε ο Κολόμβος ως την Αμερική
Στον κόσμο αν δεν υπήρχανε άνθρωποι και ποντίκια
Την τύχη τους να βρίζουνε κάτω στη μηχανή

Όσοι σκούζουν προχωρήστε οι μπροστινοί
Κι όσοι κλείνουνε την θλιβερή πορεία
Στην ατέλειωτη της πλέμπας λιτανεία
Για να πάνε πιο μπροστά όλοι μαζί

Καράβι ταξιδεύει χωρίς τον καπετάνιο
Αν και κομμάτι δύσκολο νομίζω πως μπορεί
Μα πάει στον πάτο σούμπιτο χωρίς να έχει ρουφιάνο
Είναι μια επιστήμη της θάλασσας κι αυτή

Κι αν τύχαινε να στριμοκωλιαστώ
Κι αν δεν ήξερα αλλιώς να επιβιώνω
Και τα στιχάκια μου στους ώμους να σηκώνω
Ποιος ξέρει αν δεν κάρφωνα κι εγώ

Έτσι λοιπόν τραγούδαγε ένας τραγουδοφτιάχτης
Ρεμβάζοντας την θάλασσα από την κουπαστή
Μα κάπου παραπάτησε κι έπεσε στα νερά της
Κι όμως κανείς δεν του ‘ριξε σωσίβιο να σωθεί

Του πλοίου ο τεμπελχανάς ήταν κι ο ακαμάτης
Συνέχεια την λουφόβγαζε κι ας ήταν σκέτος ναύτης
Συνέχεια την λουφόβγαζε κι έπαιζε μουσική
Και όλοι του ζηλεύανε την τέχνη του αυτή

Μα ο Άη Νικόλας άγιε μου μεγάλη σου η χάρη
Πως έτσι του την βίδωσε δεν μάθαμε ποτέ
Βάζει μια νάρκη ο κόπανος το πλοιο να φουντάρει
Και ένα καρχαρία να φάει τον χαφιέ


Και έστειλε στον ποιητή ένα μικρό δελφίνι
Κι αφού απ’ τα πετρέλαια πρώτα καλά τον πλύνει
Να τον αφήσει το γιατί εμένα μην ρωτάς
Στο χρυσό χαμόγελο μιας ακρογιαλιάς"


Βασίλης Νικολαίδης




Well, I was supposed to be on the latest cover of Newsweek, but Eisenhower died. Goddamnit, 14 heart attacks and he had to die in my week.
Janis Joplin


O μόνος τρόπος να μη ξέρεις είναι να μη θέλεις να ξέρεις εκτός αν κάποιοι άνθρωποι για λόγους που δεν πρέπει να καταλάβεις σε υποχρεώνουν να θελήσεις. Όχι λέγοντάς το, ούτε δείχνοντάς το. Καλύπτωντάς το τόσο αποτυχημένα με απόπειρες τόσο οικτρές που να το στριγγλίζουν. Χρησιμοποιώντας μαζί σου ακριβώς την ίδια μέθοδο που σου περίγραψαν στο παρελθόν ότι χρησιμοποίησαν σε άλλες.

Καλό κόλπο, αλάθητο. Αφήνει δυο επιλογές. Να βράσεις στο ζουμί σου και να φύγεις σιγά σιγά γλιτώνοντάς τους από τη συζήτηση που κότεψαν να κάνουν ή να μείνεις και να σε βρουν αν κάποτε αλλάξουν γνώμη .

Η ευκολία τους βολεύεται με το πρώτο, η ματαιοδοξία και ο εγωισμός τους με το δεύτερο. Πάνω απ' όλα είναι εγωιστές. Θα επιστρέψουν κάποτε να δουν αν είσαι ακόμα εκεί και καλά κάνεις να έχεις φύγει.


Δυο άνθρωποι δεν είναι πια μαζί. Ο ένας το είχε αποφασίσει χρόνια πριν και η άλλη το έμαθε όταν παρατήρησε τα κέρατα στον καθρέφτη.
Καθόταν μόνη σε μια καρέκλα και είχε μηδενική επαφή με το περιβάλλον τους. Με το δικό της είχε απόλυτη. Γελούσε, έκλαιγε, θύμωνε μόνη της χωρίς να ξέρει κανένας γιατί. Κάτι είχε συμβεί στο μυαλό της και την είχε αναστατώσει. Ένα πλάσμα χαμένο σε ένα κόσμο ανύπαρκτο, που οι ικανότητες που ίσως ειχε κάποτε κρύβονταν πίσω από δυσοσμία, ψείρες και διάφορες ουσίες.

Την είχαν βρει να κοιμάται σε ένα sleeping bag πάνω στο τσιμέντο. Με όλα τα υπάρχοντά της μέσα σε σακίδια. Της παραχώρησαν το άδειο αντίσκηνο και την άδεια να παίρνει ότι θέλει από το ψυγείο. Και σαπούνι να κάνει μπάνιο. Ήταν από μια ευρωπαική χώρα την οποία είχε εγκαταλείψει και ταξίδευε τον κόσμο. Χώρες της Ασίας, έξι μήνες σε ένα ελληνικό νησί και μετά εδώ. Αυτά είπε και ξανάπιασε την επικοινωνία με το Βούδα.

Έμεινε μέχρι τη μέρα που χρειάστηκε το αντίσκηνο. Μετά μάζεψε τα πράγματά της κι έφυγε, μουτρωμένη. Το πρωί επέστρεψε για πρόγευμα. Είχε κοιμηθεί δίπλα, στην αιώρα. Θα μπορούσαν να την είχαν βοηθήσει περισσότερο αλλά κανένας δεν τόλμησε να επέμβει σε μια παρτίδα τόσο χαμένη. Ή μήπως μεγαλώσαν αρκετά για να παρατηρήσουν ότι στα σακίδιά της υπήρχε κάτι που προτιμούσε να αγοράζει, παρά φαγητό και νερό;

Δύσκολη κατάσταση να είσαι σα φεουδάρχης μπροστά σε κάποιο που δεν έχει τίποτα και συνάμα να είσαι εκεί για ελάχιστη ξεκούραση ξέροντας ότι σε λίγο θα επιστρέψεις στους δικούς σου φεουδάρχες. Κι ακόμα δυσκολότερο να παραδεκτείς ότι σε ένα κόσμο που είναι τόσο εύκολο να πνιγείς, το ενδεχόμενο να πέσεις στο νερό για να σώσεις κάποιον άγνωστο που πήδησε μόνος του μέσα δεν είναι το πιο πιθανό.

Μπιριακό μεταμεσονύκτιο παραλήρημα


Δεν υπάρχει λύπη ε; Ούτε χαρά, ούτε πόνος ούτε πόθος. Η θλίψη είναι επιλογή μας. - Γιατί την επιλέγουμε όλοι όμως, αυτό γιατί δεν το εξηγά ο φιλόσοφος; Μόνο την αρετή κυνηγούμε εμείς. - Εμείς δεν εννοεί εμάς, ούτε τους σκλάβους του.

Κι αυτό το "η συνήθεια που μας διδάσκει αυτο που θα έπρεπε να μας είχε διδάξει εξαρχής η λογική μας, δηλαδή ότι αυτά που μας συνέβησαν δεν ήταν και τόσο τρομερά όσο είχαμε πιστέψει " τι ψυχρό και στωικό που είναι;

Όλα μα όλα, είναι θέμα αντίληψης και η λύπη δεν είναι κάτι το φυσικό αλλά κάτι κενό περιεχομένου. Το να λυπηθούμε είναι απόφασή μας.

Τελικά είναι εκνευριστικό, σπαστικό και πολύ συγκινητικό... να διαβάζεις το λατινόφιλο ελληνογενές παραλήρημα του Κικέρωνα για το φάρμακο της λύπης. Αρχίζεις με την εντύπωση ότι διαβάζεις ένα σπουδαίο φιλόσοφο και τελειώνεις καταλαβαίνοντας ότι διάβασες ένα γέροντα που προσπαθούσε να ξεπεράσει το χαμό της κόρης του.
"Έ αδρωπε πού μάσιεσαι ν' αρπάξεις να στιβάσεις
τη γην να κάμεις μάλιν σου, τον κόσμον ν' αγκαλιάσεις
σαν έρκεσαι χαρέφκεσαι τον κόσμον εν να φάεις
'μμά πάλε πίσω νηστικός σαν ήρτες εννα πάεις.
Τρεις εν οι μέρες σου πού ζιείς στήγ γην τζιαί βασιλέφκεις
τή μιάν μωρόν, στές δκυό 'σαι νιός, στες τρεις γερνάς τζιαί φέφκεις.
Με βασιλιάς κρατίζει σε στή γήν με δκιακονίτης.
Σήμερον είσαι ζωντανός, αύριον μακαρίτης.
Γιατί τα θέλεις τα πολλά τζιαί τυραννιέσαι 'κόμα
αφού 'ν να μείνουν γέρημα τζι' εσού μια φούχτα χώμαν
τζιαί τυραννιέσαι τζι' εν έσιεις με νεπαμόν με πνάσμαν;
Ο άδρωπος εν τρώει τή γην, ή γη τρώει το πλάσμαν.
Τζι' όσα τζι' αν κάμεις άδρωπε στήγ γην τζι' όσα κερτίσεις
μητά σου εν τζιαί παίρνεις τα, δαπάνω 'ν να τ΄ αφήσεις.
Να λυούν να στάσσουν, να 'σκοπούν μες του βορκά τι ρέμαν
γιατ' εν τζι' εν άλλον τίποτε παρά φκιασμένον ψέμαν.
Ψέμαν τζι' εσού πας τούν τήγ γην, τζιαί ψέμαν τζι' οι δουλειές σου
σαν τα φτερά στον άνεμον μαθκιούν, σκορπούν τζιαί ρέσσουν.
Έτσι να πεις, ως πών πωρνόν, μεν μείνεις να νυκτώσει
γιατ' υστέρα 'ν αδύνατον για σέν να ξημερώσει.
Εν πού την ώραν πόρκεσαι ως τον τζιαιρόν πού φέφκεις
θωρείς πού πεθανίσκουσιν τζιαί πάλ' έσ' εμ πιστέφκεις;
Τζιαί μάσιεσαι, σκοτώννεσαι, τζιεί χάλασε δά κτίσε
μα στάθης τζιαί καμιάν φοράν τζιαί σκέφτηκες ποιος είσαι;
Σάν έναν φύλλον του δέντρου πού σιέται όπως πρέπει
τζι' άξιππα ππέφτει πας στήγ γην τζιαί λλίον λλίον σέπει.
Έτσι τζιαί σέν τον ίδιον εν ψέφτιτζ' ή ζωή σου
έρκεσαι, φέφκεις, χάννεσαι τζι' ούτε στή γήν πώς ήσουν."

Από την αυκήν ως την υστερκάν (1978)
Κυριάκος Καρνέρας